- αντισταθμίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος, ισοφαρίζω, εξισώνω: Τα κέρδη δεν αντισταθμίζουν τις ζημιές από τη συμμετοχή στην επιχείρηση αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντισταθμίζω — αντισταθμίζω, αντιστάθμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντισταθμίζω — (Α αντισταθμίζω) ισοσταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
ἀντισταθμιζόμενον — ἀντισταθμίζω pres part mp masc acc sg ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζομένη — ἀντισταθμίζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζόμενα — ἀντισταθμίζω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμιζόμενοι — ἀντισταθμίζω pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμισθήσεται — ἀντισταθμίζω fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζεσθαι — ἀντισταθμίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζεται — ἀντισταθμίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισταθμίζοιτο — ἀντισταθμίζω pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)